- ἀφυλάκτῳ
- ἀφύλακτοςunguardedmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αφυλακτώ — ἀφυλακτῶ ( έω) (Α) [αφύλακτος] 1. είμαι αφύλαχτος, δεν προφυλάσσομαι 2. αμελώ, παραμελώ 3. φυλάγομαι κατά τρόπο ανεπαρκή … Dictionary of Greek